Αρχείο

24 Ιουνίου 2014

Ποιος είναι ο Παναγιώτης Μπαλτάκος;

Κάθε πρωθυπουργός αφήνει το δικό του στίγμα στην πολιτική Ιστορία της χώρας και καθένας από αυτούς έχει δίπλα του έναν άνθρωπο που θεωρεί «δικό του», τον συμβουλεύεται και τον εμπιστεύεται όσο τίποτε άλλο κατά τη διάρκεια της θητείας του. Αποτελεί για αυτόν και μόνο τον λόγο κομμάτι της πολιτικής μας Ιστορίας, ακόμα...

περισσότερο από όσο μπορούμε να φανταστούμε.

Ο Παναγιώτης (Τάκης) Μπαλτάκος υπήρξε ο πλέον στενός συνεργάτης του σημερινού πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά. Αμφιλεγόμενος, αλλά με καθοριστική πορεία και συμβολή στα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης. Αν και τους τελευταίους μήνες έχει συγκεντρώσει πάνω του, δικαίως ή μη, δημοσιογραφικά βέλη και έντονη κριτική από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, δεν παύει να αποτελεί έναν από τους σύγχρονους διαμορφωτές της ελληνικής πολιτικής σκηνής και εκφραστές της παραδοσιακής Δεξιάς.

Ο Παναγιώτης Μπαλτάκος είναι νομικός με σημαντική σταδιοδρομία στην επιστήμη και αναγνώριση από τον κλάδο του. Η σχέση του με τον Αντώνη Σαμαρά σφυρηλατείται από αρκετά νωρίς. Γνωρίζονται το 1982 και μέσα σε 32 χρόνια χτίζουν μια ισχυρή φιλία αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εκτίμησης.

Το 1992 συνεργάζονται πιο στενά, όταν ο Αντώνης Σαμαράς, ως υπουργός Εξωτερικών, τον εμπιστεύεται στην ΟΚΕ Εξωτερικών, ενώ τον ακολουθεί και στην Πολιτική Ανοιξη, καθώς παραιτείται από τη θέση την ίδια μέρα και αποσύρεται από την πολιτική. Το 2004, όταν ο Αντώνης Σαμαράς εκλέγεται ευρωβουλευτής, τον καλεί στο επιτελείο του, ενώ όταν διορίζεται υπουργός Πολιτισμού είναι από τα πρώτα πρόσωπα που εμπιστεύεται. Ανθρωπος με πολιτική σκέψη και έντονο λόγο κινεί τα νήματα στη Νέα Δημοκρατία, κερδίζει τον σεβασμό και την υποστήριξη των ανθρώπων του κόμματος. Οταν ο Αντώνης Σαμαράς αναλαμβάνει την προεδρία του κόμματος, εγκαθίσταται στη Βουλή και τίποτα δεν προωθείται, αν δεν έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη του, ως προς τη νομική του αρτιότητα.

Το έργο και ο ρόλος του, κατά τη διάρκεια της πρώτης διετίας της κυβέρνησης Σαμαρά, κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Σε πολλές περιπτώσεις αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο και έπαιξε εξισορροπητικό ρόλο για τη συνοχή της συγκυβέρνησης, ενώ πολύ σύντομα κατέστη ο αποκλειστικός νομοθέτης των νομοσχεδίων ή τουλάχιστον εκείνος που έδινε την οριστική έγκριση πριν από τη δημοσίευσή τους. Σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του νομοθετικού έργου της κυβέρνησης και προχώρησε, ή «αποσυμφόρησε», τις διαδικασίες για την υιοθέτηση των απαραίτητων νομοθετικών δεσμεύσεων απόρροια μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας. Λίγους μήνες, μάλιστα, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας της κυβέρνησης αναβαθμίζονται με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 31ης Δεκεμβρίου 2012 (ΦΕΚ Α’ 256/31-12-2012), με απόλυτες αρμοδιότητες σε ολόκληρο το φάσμα της νομοθετικής εξουσίας.

Πρωτοστάτησε στις διώξεις εναντίον μη Κυβερνητικών Οργανισμών που καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα, καλώντας τους Υπουργούς να δεσμεύσουν όλα τα υπόλοιπα εκ των εγγεγραμμένων πιστώσεων και επανεξετάζοντας τις επιχορηγήσεις από μηδενική βάση. Συνέδραμε σημαντικά το έργο νέων βουλευτών, ήταν παρών σε κάθε ζήτημα που προέκυπτε προς άμεση διαχείριση και ήταν ο άνθρωπος που είχε πάντα την πόρτα του ανοιχτή σε όλους ανεξαιρέτως τους βουλευτές που ζητούσαν θεσμική παρέμβαση. Διαδραμάτισε σημαντικό, αν και πολλές φορές αμφίσημο, ρόλο σε μια σειρά πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, όπως τις αποκρατικοποιήσεις, τους νόμους και τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, που ήταν απαραίτητες για να προχωρήσει η κυβέρνηση αναφορικά με τις δεσμεύσεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Στήριξης, τον αντιρατσιστικό νόμο και την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ.

Το σκηνικό αυτό αλλάζει μέσα σε μια μέρα, μετά την αποκάλυψη «υπόγειων» σχέσεων με τη Χρυσή Αυγή και τη δημοσιοποίηση υποκλαπείσας βιντεοσκοπημένης συνομιλίας που είχε με τον υπόδικο βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Ηλία Κασιδιάρη, μετά την ομιλία του οποίου στη Βουλή υποβάλλει την παραίτησή του, επειδή, όπως είπε, προκάλεσε κακό στην κυβέρνηση. «Ολα όσα ειπώθηκαν από μένα είχαν σκοπό να απαλλαγώ από τις πιέσεις που μου απηύθυναν οι βουλευτές της Χ.Α., κατηγορώντας με ότι έχω συμμετάσχει σε συνωμοσία εναντίον τους. Ο,τι έκανα ήταν για το καλό της παράταξης. Ο,τι είπα στον Κασιδιάρη ήταν ήδη δημοσιευμένο και γνωστό» τονίζει.

Υπέρμαχος του δόγματος «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δεν έκρυψε ποτέ τη θέση του σε μια σειρά ζητημάτων που τον εντάσσουν στον παραδοσιακό συντηρητικό χώρο της Δεξιάς, ούτε ετεροκαθορίστηκε συμβιβαζόμενος. Σε αρκετές συνεντεύξεις του επαναλαμβάνει «ένστολοι και εκκλησία είναι πυλώνες του έθνους» και θεωρεί λάθος ενδεχόμενη κεντρώα στροφή της ΝΔ. Θιασώτης της επανένωσης της Δεξιάς αναφέρει πως, αν ενωθούν οι ψηφοφόροι ΝΔ, Χρυσής Αυγής και ΑΝΕΛ, φτάνουν το 46%.

Με λόγο, πολλές φορές, πολιτικά αντισυμβατικό, τολμά να χαρακτηρίσει ο ίδιος τον εαυτό του ιδεολογικό αντικομμουνιστή, με την ίδια ευκολία που μπορεί κάποιος να αυτοπροσδιοριστεί «δεξιός ή αντιδεξιός», όπως χαρακτηριστικά δηλώνει. Οταν, δε, ερωτάται αν θα χαρακτήριζε τον εαυτό του ακροδεξιό, απαντά «εγώ δεν έχω να πω κάτι. Είμαι αυτό που οι άλλοι νομίζουν». Ακροδεξιός ή παραδοσιακός δεξιός δεν κρύβει την εμμονή του με την αρχαία Ελλάδα, η οποία αποτυπώνεται γλαφυρά και στα δύο συγγραφικά του έργα («Το τέλος του Εφιάλτη» (το παρουσίασε ο Αντ. Σαμαράς) και «Ερμοκοπίδες»). Στα βιβλία του υμνεί την περίκλειστη σπαρτιατική φιλοσοφία. «Αν η Χρυσή Αυγή οικειοποιείται τη Σπάρτη και την ιδεολογική της κατεύθυνση, αυτό δεν αφορά τους Σπαρτιάτες και την ιδεολογία τους», υποστηρίζει.

Του Άνθιμου Χατζηβασιλείου
paraskhnio.gr