Η βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Χρυσούλα Γιαταγάνα, έστειλε την παρακάτω επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια:
"Κύριε Πρόεδρε,
Την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012 συντελέστηκε στη Βουλή των Ελλήνων ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, που κατήργησε ουσιαστικά το Πολίτευμα της Ελλάδας που σύμφωνα με το ισχύον (τυπικά πλέον) Σύνταγμα είναι η...
Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Συγκεκριμένα στις 5 Νοεμβρίου 2012 και ώρα 19:15 κατατέθηκε από την Κυβέρνηση στη Γραμματεία της Βουλής των Ελλήνων νομοσχέδιο που αριθμεί 802 σελίδες. Το νομοσχέδιο αυτό δεν εκτυπώθηκε και δεν έγινε διανομή του στους Βουλευτές, παρά αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου στις 21:00
Για να εκτυπώσει ο κάθε Βουλευτής το νομοσχέδιο αυτό, ώστε να μπορεί να το μελετήσει και να κρίνει ως προς την ορθότητα των ρυθμίσεών του, απαιτούνταν τουλάχιστον τρεις (3) ώρες, οπότε μεσολάβησαν μόνο 12 ώρες μέχρι να εισαχθεί στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων προς επεξεργασία και συζήτηση.
Την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012, μόλις μία (1) ώρα πριν της εισόδου μας στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής, διανεμήθηκε στους Βουλευτές το εν λόγω νομοσχέδιο τυπωμένο.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Συντάγματος, το Πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η Λαϊκή Κυριαρχία.
Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Στο άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνεται η διάκριση των εξουσιών, Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής.
Όσον αφορά στη Νομοθετική Εξουσία, στο άρθρο 52 του Συντάγματος ορίζεται η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία τελεί υπό την εγγύηση όλων των Λειτουργών της Πολιτείας που έχουν υποχρέωση να την διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση.
Στο άρθρο 60 παρ.1, ορίζεται ότι οι Βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση.
Περαιτέρω στο άρθρο 110 παράγραφος 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26.»
Αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής να ισχυρισθεί οποιοσδήποτε Βουλευτής ότι έχει τη δυνατότητα να διαβάσει, πολλώ δε μάλλον να μελετήσει και επεξεργαστεί ένα νομοσχέδιο 802 σελίδων (περιλαμβανομένων των εκθέσεων και Γνωμοδοτήσεων) σε διάστημα μίας (1) ώρας από την διανομή του, ή έστω 12ωρών εφ’ όσον εκτυπώθηκε από το διαδίκτυο.
Επομένως η Εκτελεστική εξουσία κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών έφερε στο Κοινοβούλιο προς διαβούλευση και ψήφιση ένα νομοσχέδιο, το οποίο οι Βουλευτές δεν είχαν την δυνατότητα ούτε να το ξεφυλλίσουν.
Περαιτέρω η Κυβέρνηση ζήτησε από την Βουλή των Ελλήνων να ψηφισθεί το πολυνομοσχέδιο αυτό με την διαδικασία του κατεπείγοντος σε μια συνεδρίαση εντός 10 ωρών, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα στους Βουλευτές να εκφράσουν την γνώμη τους ελεύθερα και να ψηφίσουν αυτό κατά συνείδηση.
Επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιάζονται οι διατάξεις του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν, δηλαδή παραβιάζεται η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της Λαϊκής Κυριαρχίας, γιατί η Συγκυβέρνηση παραβιάζει με καταλυτικό τρόπο την άσκηση της Νομοθετικής Λειτουργίας, αφού στερεί πραγματικά στους Βουλευτές το δικαίωμα να μελετήσουν, να επεξεργαστούν το νομοσχέδιο αυτό και να εκφράσουν ελεύθερα και κατά συνείδηση τη βούλησή τους.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος, τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά. Δεν επιτρέπεται, με ποινή ακυρότητας, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων.
Συνεπώς, το νομοσχέδιο αυτό που ρυθμίζει διάφορα θέματα και δεν είναι ειδικό, θα ακυρωθεί μετά βεβαιότητας.
Έτσι λοιπόν, ασκώντας τον έλεγχο της εσωτερικής τυπικής συνταγματικότητας, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν.
Όσον αφορά στην ουσιαστική αντισυνταγματικότητα του παρόντος νομοσχεδίου, αναφέρομαι μόνο στις παρ. 2 έως και 11 του άρθρου μόνου του εν λόγω νομοσχεδίου, οι οποίες αναφέρονται στην αναπροσαρμογή και ανακαθορισμό των συντάξεων των συνταξιούχων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1,2,5 και 25 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Ειδικότερα:
Με τις διατάξεις 2 έως και 11 του νομοσχεδίου, επιβάλλονται μειώσεις στις συντάξεις των συνταξιούχων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πέραν αυτών που έχουν ήδη επιβληθεί μέχρι σήμερα, με τις οποίες έχει φαλκιδευτεί μέχρι και 50% η σύνταξή τους.
Ως εκ τούτου, δεν προστατεύεται το θεμελιώδες και απαράγραπτο δικαίωμά τους στη λήψη σύνταξης, για την θεμελίωση της οποίας έχουν υποβληθεί σε κρατήσεις του μισθού τους επί μακρότατο χρονικό διάστημα. Συνεπώς το Κράτος καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμά του να μειώσει περαιτέρω αυθαίρετα τη σύνταξή τους, δεδομένου ότι, ήδη σε διάστημα δυόμισυ (2 ½) ετών έχει μειώσει τη σύνταξή τους επτά (7) φορές με τους νόμους 3833/10, 3848/10, 3865/10, 3986/11, 4002/11, 4024/11 και 4051/12, η περαιτέρω δε μείωση θα υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο το βιοτικό τους επίπεδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ωθούνται μεγάλες κατηγορίες συνταξιούχων σε εξαθλίωση.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, μπορεί ο νομοθέτης να θεσπίσει μέτρα που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών πληθυσμού, πλην όμως η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στην κατανομή στα δημόσια βάρη καθώς και την θεσπιζόμενη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η επιλεκτική μονομερής, διαρκής επιβάρυνση των συνταξιούχων έναντι άλλων ομάδων πολιτών, που φοροδιαφεύγουν και εξάγουν τον παράνομο πλουτισμό τους στο εξωτερικό, δημιουργεί άνιση μεταχείριση των πολιτών και έρχεται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και προφανώς με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 που επιτάσσει να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.
Τέλος και όσον αφορά τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, λεκτέα τα ακόλουθα:
Από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπεται ειδική μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, ως φορέων της μιας εκ των τριών λειτουργιών της Πολιτείας, που εξασφαλίζει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους. Στην ειδική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών περιλαμβάνονται και οι συνταξιούχοι του κλάδου τους. Συνεπώς, η αντιμετώπιση συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών με τον ίδιο τρόπο που ρυθμίζονται τα θέματα των λοιπών συνταξιούχων αντιβαίνει την διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος.
Άλλωστε ως προς την αντισυνταγματικότητα των συνταξιοδοτικών θεμάτων έχει γνωμοδοτήσει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ομοίως, για το ζήτημα του ειδικού μισθολογίου των Δικαστικών Λειτουργών έχει γνωμοδοτήσει ο Άρειος Πάγος.
Τέλος αντισυνταγματικές είναι και οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα εργασιακά θέματα (μισθών, απολύσεων κ.λπ.) του ιδιωτικού τομέα, καθώς και όλες τις λοιπές σχέσεις των δημοσίων υπαλλήλων.
Η έλλειψη χρόνου, όμως, για τη μελέτη και εξειδίκευση των επιμέρους αυτών θεμάτων δεν επέτρεψε την προβολή συγκεκριμένης ένστασης αντισυνταγματικότητας.
Ένσταση αντισυνταγματικότητας του ίδιου νομοσχεδίου διατύπωσε και η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά την ανάπτυξη των δύο (2) ενστάσεων αντισυνταγματικότητας του πολυνομοσχεδίου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, ο Πρόεδρος της Βουλής ζήτησε να ληφθεί η σχετική απόφαση με έγερση.
Κατά την έγερση των Βουλευτών, που ψήφισαν τοιουτοτρόπως θετικά περί της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου, διαπιστώθηκε ότι υπερείχαν, σημαντικά μάλιστα, οι συμφωνούντες υπέρ της αντισυνταγματικότητας Βουλευτές των διαφωνούντων.
Παρά ταύτα, ο Πρόεδρος της Βουλής ανήγγειλε ότι υπερτερούν οι Βουλευτές που απορρίπτουν τη σχετική ένσταση.
Επακολούθησε πανδαιμόνιο εντός της αίθουσας της Ολομέλειας και ως εκ τούτου αναγκάστηκε ο Πρόεδρος να ανακοινώσει ότι θα διεξάγει ονομαστική ψηφοφορία μετά από 30 λεπτά και διέκοψε τη συνεδρίαση.
Βέβαια, το άρθρο 72 παράγραφος 3 του Κανονισμού της Βουλής ρητά προβλέπει ότι η ονομαστική ψηφοφορία διεξάγεται δέκα (10) λεπτά μετά τη διακοπή.
Η σύντομη διακοπή των δέκα (10) λεπτών προσδιορίζεται στο νόμο, ώστε να μην παραστούν κατά τη σχετική ψηφοφορία Βουλευτές οι οποίοι δεν παρίσταντο στην διαβούλευση εντός του χώρου του Κοινοβουλίου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διακοπή διήρκησε μία ώρα και τριάντα λεπτά, διάστημα που έδωσε τη δυνατότητα στη Κυβέρνηση να ειδοποιήσει τους Βουλευτές της, (οι περισσότεροι των οποίων απουσίαζαν από το κτίριο της Βουλής) να προσέλθουν και να καταψηφίσουν την ένσταση αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου, χωρίς φυσικά να γνωρίζουν το περιεχόμενό της. Παρά τις αντιρρήσεις που ηγέρθησαν, η Βουλή προέβη κατ’ αυτό τον τρόπο στην καταψήφιση της ένστασης αντισυνταγματικότητας.
Κύριε Πρόεδρε,
Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε με τη διαδικασία που προαναφέρθηκε παραβίασε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση.
Έτσι καθίσταται βέβαιο ότι εφ’ όσον προσβληθεί, με δικαστικό έλεγχο θα ακυρωθεί.
Στο ενδιάμεσο όμως διάστημα θα προκαλέσει αναταραχές και εντάσεις στην Κοινωνία, δεδομένου ότι με τις κατ’ ιδίαν διατάξεις του προσβάλλονται βάναυσα όλα τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων, που κατακτήθηκαν με αιματηρούς αγώνες.
Εσείς όμως ως ρυθμιστής του Πολιτεύματος έχετε άμεσα τη δυνατότητα να αποτρέψετε αυτή τη συνέπεια.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του Συντάγματος έχετε το αποκλειστικό δικαίωμα της έκδοσης και δημοσίευσης των νόμων που έχουν ψηφισθεί από τη Βουλή μέσα σ’ ένα μήνα από τη ψήφισή τους. Μέσα στην προθεσμία αυτή μπορείτε να αναπέμψετε στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί απ’ αυτή εκθέτοντας τους λόγους της αναπομπής.
Σας καλώ λοιπόν ν’ ασκήσετε το δικαίωμα Σας αυτό, Δικαίωμα το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί υπέρτατη υποχρέωση σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του άρθρου 120 του Συντάγματος.
Γιατί η Κυβέρνηση με τον πραξικοπηματικό τρόπο που προαναφέρθηκε, κατόρθωσε την ψήφιση του νομοσχεδίου αυτού, καταλύοντας την νομοθετική λειτουργία και συνακόλουθα το Δημοκρατικό Πολίτευμα.
Αναπέμποντας μάλιστα στη Βουλή κατ’ άρθρο 42 του Συντάγματος το επονείδιστο αυτό νομοσχέδιο, θα παράσχετε υπηρεσίες και στην Κυβέρνηση, δεδομένου ότι, παρά την ψήφιση του νομοθετήματος αυτού, οι ξένοι δανειστές μας υπεκφεύγουν και αρνούνται να καταβάλουν την αντιπαροχή τους, δηλαδή, αρνούνται να εκταμιεύσουν τη δόση του δανείου, που όφειλαν από τον Ιούνιο να έχουν εκταμιεύσει, ζητώντας συνεχώς και άλλα ανταλλάγματα από την Κυβέρνηση.
Η Βουλευτής, Α’ Θεσσαλονίκης
Χρυσούλα – Μαρία Γιαταγάνα
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ "
"Κύριε Πρόεδρε,
Την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012 συντελέστηκε στη Βουλή των Ελλήνων ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, που κατήργησε ουσιαστικά το Πολίτευμα της Ελλάδας που σύμφωνα με το ισχύον (τυπικά πλέον) Σύνταγμα είναι η...
Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Συγκεκριμένα στις 5 Νοεμβρίου 2012 και ώρα 19:15 κατατέθηκε από την Κυβέρνηση στη Γραμματεία της Βουλής των Ελλήνων νομοσχέδιο που αριθμεί 802 σελίδες. Το νομοσχέδιο αυτό δεν εκτυπώθηκε και δεν έγινε διανομή του στους Βουλευτές, παρά αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου στις 21:00
Για να εκτυπώσει ο κάθε Βουλευτής το νομοσχέδιο αυτό, ώστε να μπορεί να το μελετήσει και να κρίνει ως προς την ορθότητα των ρυθμίσεών του, απαιτούνταν τουλάχιστον τρεις (3) ώρες, οπότε μεσολάβησαν μόνο 12 ώρες μέχρι να εισαχθεί στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων προς επεξεργασία και συζήτηση.
Την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012, μόλις μία (1) ώρα πριν της εισόδου μας στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής, διανεμήθηκε στους Βουλευτές το εν λόγω νομοσχέδιο τυπωμένο.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Συντάγματος, το Πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η Λαϊκή Κυριαρχία.
Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Στο άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνεται η διάκριση των εξουσιών, Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής.
Όσον αφορά στη Νομοθετική Εξουσία, στο άρθρο 52 του Συντάγματος ορίζεται η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία τελεί υπό την εγγύηση όλων των Λειτουργών της Πολιτείας που έχουν υποχρέωση να την διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση.
Στο άρθρο 60 παρ.1, ορίζεται ότι οι Βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση.
Περαιτέρω στο άρθρο 110 παράγραφος 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26.»
Αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής να ισχυρισθεί οποιοσδήποτε Βουλευτής ότι έχει τη δυνατότητα να διαβάσει, πολλώ δε μάλλον να μελετήσει και επεξεργαστεί ένα νομοσχέδιο 802 σελίδων (περιλαμβανομένων των εκθέσεων και Γνωμοδοτήσεων) σε διάστημα μίας (1) ώρας από την διανομή του, ή έστω 12ωρών εφ’ όσον εκτυπώθηκε από το διαδίκτυο.
Επομένως η Εκτελεστική εξουσία κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών έφερε στο Κοινοβούλιο προς διαβούλευση και ψήφιση ένα νομοσχέδιο, το οποίο οι Βουλευτές δεν είχαν την δυνατότητα ούτε να το ξεφυλλίσουν.
Περαιτέρω η Κυβέρνηση ζήτησε από την Βουλή των Ελλήνων να ψηφισθεί το πολυνομοσχέδιο αυτό με την διαδικασία του κατεπείγοντος σε μια συνεδρίαση εντός 10 ωρών, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα στους Βουλευτές να εκφράσουν την γνώμη τους ελεύθερα και να ψηφίσουν αυτό κατά συνείδηση.
Επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιάζονται οι διατάξεις του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν, δηλαδή παραβιάζεται η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της Λαϊκής Κυριαρχίας, γιατί η Συγκυβέρνηση παραβιάζει με καταλυτικό τρόπο την άσκηση της Νομοθετικής Λειτουργίας, αφού στερεί πραγματικά στους Βουλευτές το δικαίωμα να μελετήσουν, να επεξεργαστούν το νομοσχέδιο αυτό και να εκφράσουν ελεύθερα και κατά συνείδηση τη βούλησή τους.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος, τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά. Δεν επιτρέπεται, με ποινή ακυρότητας, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων.
Συνεπώς, το νομοσχέδιο αυτό που ρυθμίζει διάφορα θέματα και δεν είναι ειδικό, θα ακυρωθεί μετά βεβαιότητας.
Έτσι λοιπόν, ασκώντας τον έλεγχο της εσωτερικής τυπικής συνταγματικότητας, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν.
Όσον αφορά στην ουσιαστική αντισυνταγματικότητα του παρόντος νομοσχεδίου, αναφέρομαι μόνο στις παρ. 2 έως και 11 του άρθρου μόνου του εν λόγω νομοσχεδίου, οι οποίες αναφέρονται στην αναπροσαρμογή και ανακαθορισμό των συντάξεων των συνταξιούχων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1,2,5 και 25 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Ειδικότερα:
Με τις διατάξεις 2 έως και 11 του νομοσχεδίου, επιβάλλονται μειώσεις στις συντάξεις των συνταξιούχων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πέραν αυτών που έχουν ήδη επιβληθεί μέχρι σήμερα, με τις οποίες έχει φαλκιδευτεί μέχρι και 50% η σύνταξή τους.
Ως εκ τούτου, δεν προστατεύεται το θεμελιώδες και απαράγραπτο δικαίωμά τους στη λήψη σύνταξης, για την θεμελίωση της οποίας έχουν υποβληθεί σε κρατήσεις του μισθού τους επί μακρότατο χρονικό διάστημα. Συνεπώς το Κράτος καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμά του να μειώσει περαιτέρω αυθαίρετα τη σύνταξή τους, δεδομένου ότι, ήδη σε διάστημα δυόμισυ (2 ½) ετών έχει μειώσει τη σύνταξή τους επτά (7) φορές με τους νόμους 3833/10, 3848/10, 3865/10, 3986/11, 4002/11, 4024/11 και 4051/12, η περαιτέρω δε μείωση θα υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο το βιοτικό τους επίπεδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ωθούνται μεγάλες κατηγορίες συνταξιούχων σε εξαθλίωση.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, μπορεί ο νομοθέτης να θεσπίσει μέτρα που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών πληθυσμού, πλην όμως η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στην κατανομή στα δημόσια βάρη καθώς και την θεσπιζόμενη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η επιλεκτική μονομερής, διαρκής επιβάρυνση των συνταξιούχων έναντι άλλων ομάδων πολιτών, που φοροδιαφεύγουν και εξάγουν τον παράνομο πλουτισμό τους στο εξωτερικό, δημιουργεί άνιση μεταχείριση των πολιτών και έρχεται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και προφανώς με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 που επιτάσσει να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.
Τέλος και όσον αφορά τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, λεκτέα τα ακόλουθα:
Από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπεται ειδική μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, ως φορέων της μιας εκ των τριών λειτουργιών της Πολιτείας, που εξασφαλίζει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους. Στην ειδική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών περιλαμβάνονται και οι συνταξιούχοι του κλάδου τους. Συνεπώς, η αντιμετώπιση συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών με τον ίδιο τρόπο που ρυθμίζονται τα θέματα των λοιπών συνταξιούχων αντιβαίνει την διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος.
Άλλωστε ως προς την αντισυνταγματικότητα των συνταξιοδοτικών θεμάτων έχει γνωμοδοτήσει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ομοίως, για το ζήτημα του ειδικού μισθολογίου των Δικαστικών Λειτουργών έχει γνωμοδοτήσει ο Άρειος Πάγος.
Τέλος αντισυνταγματικές είναι και οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα εργασιακά θέματα (μισθών, απολύσεων κ.λπ.) του ιδιωτικού τομέα, καθώς και όλες τις λοιπές σχέσεις των δημοσίων υπαλλήλων.
Η έλλειψη χρόνου, όμως, για τη μελέτη και εξειδίκευση των επιμέρους αυτών θεμάτων δεν επέτρεψε την προβολή συγκεκριμένης ένστασης αντισυνταγματικότητας.
Ένσταση αντισυνταγματικότητας του ίδιου νομοσχεδίου διατύπωσε και η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά την ανάπτυξη των δύο (2) ενστάσεων αντισυνταγματικότητας του πολυνομοσχεδίου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, ο Πρόεδρος της Βουλής ζήτησε να ληφθεί η σχετική απόφαση με έγερση.
Κατά την έγερση των Βουλευτών, που ψήφισαν τοιουτοτρόπως θετικά περί της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου, διαπιστώθηκε ότι υπερείχαν, σημαντικά μάλιστα, οι συμφωνούντες υπέρ της αντισυνταγματικότητας Βουλευτές των διαφωνούντων.
Παρά ταύτα, ο Πρόεδρος της Βουλής ανήγγειλε ότι υπερτερούν οι Βουλευτές που απορρίπτουν τη σχετική ένσταση.
Επακολούθησε πανδαιμόνιο εντός της αίθουσας της Ολομέλειας και ως εκ τούτου αναγκάστηκε ο Πρόεδρος να ανακοινώσει ότι θα διεξάγει ονομαστική ψηφοφορία μετά από 30 λεπτά και διέκοψε τη συνεδρίαση.
Βέβαια, το άρθρο 72 παράγραφος 3 του Κανονισμού της Βουλής ρητά προβλέπει ότι η ονομαστική ψηφοφορία διεξάγεται δέκα (10) λεπτά μετά τη διακοπή.
Η σύντομη διακοπή των δέκα (10) λεπτών προσδιορίζεται στο νόμο, ώστε να μην παραστούν κατά τη σχετική ψηφοφορία Βουλευτές οι οποίοι δεν παρίσταντο στην διαβούλευση εντός του χώρου του Κοινοβουλίου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διακοπή διήρκησε μία ώρα και τριάντα λεπτά, διάστημα που έδωσε τη δυνατότητα στη Κυβέρνηση να ειδοποιήσει τους Βουλευτές της, (οι περισσότεροι των οποίων απουσίαζαν από το κτίριο της Βουλής) να προσέλθουν και να καταψηφίσουν την ένσταση αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου, χωρίς φυσικά να γνωρίζουν το περιεχόμενό της. Παρά τις αντιρρήσεις που ηγέρθησαν, η Βουλή προέβη κατ’ αυτό τον τρόπο στην καταψήφιση της ένστασης αντισυνταγματικότητας.
Κύριε Πρόεδρε,
Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε με τη διαδικασία που προαναφέρθηκε παραβίασε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση.
Έτσι καθίσταται βέβαιο ότι εφ’ όσον προσβληθεί, με δικαστικό έλεγχο θα ακυρωθεί.
Στο ενδιάμεσο όμως διάστημα θα προκαλέσει αναταραχές και εντάσεις στην Κοινωνία, δεδομένου ότι με τις κατ’ ιδίαν διατάξεις του προσβάλλονται βάναυσα όλα τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων, που κατακτήθηκαν με αιματηρούς αγώνες.
Εσείς όμως ως ρυθμιστής του Πολιτεύματος έχετε άμεσα τη δυνατότητα να αποτρέψετε αυτή τη συνέπεια.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του Συντάγματος έχετε το αποκλειστικό δικαίωμα της έκδοσης και δημοσίευσης των νόμων που έχουν ψηφισθεί από τη Βουλή μέσα σ’ ένα μήνα από τη ψήφισή τους. Μέσα στην προθεσμία αυτή μπορείτε να αναπέμψετε στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί απ’ αυτή εκθέτοντας τους λόγους της αναπομπής.
Σας καλώ λοιπόν ν’ ασκήσετε το δικαίωμα Σας αυτό, Δικαίωμα το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί υπέρτατη υποχρέωση σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του άρθρου 120 του Συντάγματος.
Γιατί η Κυβέρνηση με τον πραξικοπηματικό τρόπο που προαναφέρθηκε, κατόρθωσε την ψήφιση του νομοσχεδίου αυτού, καταλύοντας την νομοθετική λειτουργία και συνακόλουθα το Δημοκρατικό Πολίτευμα.
Αναπέμποντας μάλιστα στη Βουλή κατ’ άρθρο 42 του Συντάγματος το επονείδιστο αυτό νομοσχέδιο, θα παράσχετε υπηρεσίες και στην Κυβέρνηση, δεδομένου ότι, παρά την ψήφιση του νομοθετήματος αυτού, οι ξένοι δανειστές μας υπεκφεύγουν και αρνούνται να καταβάλουν την αντιπαροχή τους, δηλαδή, αρνούνται να εκταμιεύσουν τη δόση του δανείου, που όφειλαν από τον Ιούνιο να έχουν εκταμιεύσει, ζητώντας συνεχώς και άλλα ανταλλάγματα από την Κυβέρνηση.
Η Βουλευτής, Α’ Θεσσαλονίκης
Χρυσούλα – Μαρία Γιαταγάνα
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ "