Αρχείο

27 Δεκεμβρίου 2012

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ,ΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΖΗΤΑ ΤΙΜΩΡΙΑ


του Πάνου Χατζηγεωργιάδη, Μέλος ένωσης μουσικοσυνθετών Αγγλίας, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος

Χάριν μνημοσύνου.
Με την Ελένη Παπαδάκη συμβαίνει κάτι οξύμωρο, είναι την ίδια στιγμή ένας μύθος, μα παραμένει και τεχνηέντως λησμονημένη, στην χώρα των μεγάλων αντιθέσεων όπου η τύχη την έφερε να δει το φως του κόσμου ετούτου, την χώρα που κατατρώει με τον έναν ή άλλον τρόπο τα άξια τέκνα της. Η μοίρα αυτής της λαμπρής καλλιτέχνιδος και πραγματικής ηθοποιού υπήρξε το ίδιο τραγική, ίσως και τραγικότερη, από τις ηρωίδες των μεγάλων έργων τα οποία ερμήνευσε κατά την διάρκεια της κοντά 20χρονης καριέρας της στα θεατρικά πράγματα της χώρας την εποχή του...


μεσοπολέμου.
Αν, και τονίζω αυτό το «αν», δεν την κατεδίωκαν οι διάφοροι κύκλοι, αφενός ο μικρός κύκλος της καλλιτεχνίας, αλλά και ο μεγαλύτερος της πολιτικής και της ιστορίας, είναι σίγουρο πως θα συγκαταλέγονταν άνετα ανάμεσα στα «ιερά τέρατα» της Κοτοπούλη και της Παξινού. Αυτό όμως δεν συνέβη. Και δεν συνέβη, όχι γιατί το έργο της δεν άξιζε, αλλά γιατί πολλοί από τους μετέπειτα «μεγάλους» του ελληνικού θεάτρου θα όφειλαν μια εξήγηση για το τι διαδραματίστηκε ακριβώς εκείνα τα μαύρα χρόνια του συμμοριτοπολέμου, που και εμείς καμιά φορά πέφτουμε στην παγίδα να τον αποκαλούμε εμφύλιο.
Η ζωή της Ελένης Παπαδάκη ξεκίνησε σαν όνειρο, μιας και ήταν γόνος εύπορης μεγαλοαστικής οικογένειας με γονείς που την λάτρευαν. Όμως κατέληξε σε εφιάλτη δια ασήμαντον αφορμήν, διότι δεν μπορεί κανείς να θεωρεί σημαντική την απώλεια ενός τέτοιου ανθρώπου από κίνητρα ποταπά, όπως οι προσωπικές έριδες και η απύθμενη ζήλεια όπου έτρεφαν οι «συνάδελφοι» της ηθοποιοί. Αρκετοί εξ αυτών συμμετείχαν στο όνειδος της προδοσίας, καταδίδοντας την στην πολιτοφυλακή της ΟΠΛΑ με μια έολη κατηγορία ότι δήθεν «ετήρησε φιλογερμανική στάση». Η Παπαδάκη έζησε τον θαυμασμό των συγχρόνων της για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα. Μα το τέλος της ήταν φρικτό μέσα σε έναν ομαδικό λάκκο, ένα κρύο βράδυ του Δεκεμβρίου του 1944 στα κολαστήρια της «Ούλεν».
Όσοι την γνώρισαν μιλούσαν για έναν άνθρωπο ζεστό και καλοσυνάτο, έναν άνθρωπο προσβάσιμο, με πνευματώδες χιούμορ, μα και «περίεργο» συνάμα, έναν άνθρωπο που επιζητούσε την μοναξιά. Την μοναξιά εκείνη της δημιουργίας που όλοι όσοι διαθέτουν προσωπικότητα επιζητούν από καιρού εις καιρόν. Τούτη η στάση της απέναντι στους άλλους μαζί με το αναμφισβήτητο ταλέντο της ως ηθοποιού, δεν άργησε να δημιουργήσει τον φθόνο στις μικρές ψυχές των δήθεν σερβιρισμένα μεγάλων του ελληνικού θεάτρου, οι οποίοι απλώς έψαχναν μια ευκαιρία για να την αποτελειώσουν. Κατά πρώτης ως κατά σάρκαν ύπαρξη, αλλά το χειρότερο ως πνευματική προσφορά σε αυτόν τον πολύπαθο τόπο, που διψά ως κακοποτισμένη γη για λίγο καθαρό νερό, για λίγη πραγματική τέχνη.
Το κατηγορητήριο για την λαμπρή αυτή πραγματική ηθοποιό πέραν των αστείων κατηγοριών, ως απόφαση είχε γραμμένο με αιμάτινα γράμματα το «δις εις θάνατον». Διότι η υστεροφημία και μάλιστα η υστεροφημία ενός τέτοιου ανθρώπου, είναι ο πραγματικός θάνατος. Την Παπαδάκη, το σύμβολο αυτό του άξιου που θάβεται από τα σκουπίδια και το πολύ-πολύ να την θυμηθεί κανείς φευγαλέα για την νύχτα της δολοφονίας της και ποτέ για την προσφορά της στον καταπληγιασμένο πνευματικό κόσμο, την κατέδωσαν οι «δικοί» της συνάδελφοι ηθοποιοί. Μα και μείς την προδώσαμε μέσω της αδιαφορίας μας για κάθε τι σημαντικό μέσα στον υλιστικό μας κόσμο. Εξάλλου τι δουλειά έχουν εδώ αυτά τα δύο τεράστια μάτια που σε κοιτάζουν με την απόλυτη ειλικρίνεια ενός παιδιού...