Αρχείο

6 Δεκεμβρίου 2012

Αίτηση Καπερνάρου προς Μεϊμαράκη για την χορήγηση δικογραφιών στους βουλευτές


Σήμερα, ο βουλευτής Β΄ Αθηνών των ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, Βασίλειος Καπερνάρος, με αίτησή του, στον Πρόεδρο της Βουλής, κ. Μεϊμαράκη, εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η άρνηση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής, να χορηγηθούν, σε Βουλευτές, αντίγραφα δικογραφιών  που έχουν διαβιβαστεί από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, είναι παράνομη και αντιβαίνει στο Σύνταγμα των Ελλήνων και στον Κανονισμό της...


Βουλής.
Επεσήμανε επίσης, στον πρόεδρο της Βουλής, ότι το επιστημονικό συμβούλιο, σκοπίμως, αγνόησε και δεν έθεσε υπ’ όψιν του κυρίου Μεϊμαράκη την διάταξη του άρθρου 164 παρ. 1 και 2 του ΚτΒ, προκειμένου να απαγορευτεί στους Έλληνες Βουλευτές να λάβουν γνώση της δικογραφίας. Άρα, άμεσος σκοπός του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής ήταν να αποτελέσει εμπόδιο, στην απρόσκοπτη και ακώλυτη εκτέλεση των καθηκόντων των βουλευτών.
Με την ύποπτη αυτή μεθόδευση, η συγκεκριμένη σύνθεση του επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής, απέδειξε ότι είναι ακατάλληλη για το σπουδαίο ρόλο που έχει ανατεθεί σε αυτή, δημιουργώντας προσκόμματα στους Βουλευτές. Και τούτο διότι, το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής, με αυτή του την σύνθεση,  δι΄ αυτής της αποφάσεώς του, παραπλάνησε τον Πρόεδρο της Βουλής, με αποτέλεσμα η απόφαση του συμβουλίου να είναι εξαρχής ύποπτη για τις προθέσεις της και παντελώς αβάσιμη νομικά  στην ουσία της.
Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 161 του ΚτΒ, το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής, πρέπει να είναι αρωγός της νομοθετικής εξουσίας, ως πυλώνα της δημοκρατίας, και όχι να παρακωλύει τη λειτουργία της, συντάσσοντας αβάσιμα και έκνομα κείμενα.
Ακολουθεί το κείμενο της αίτησης:
ΑΙΤΗΣΗ
Του Βασιλείου Καπερνάρου, Βουλευτή «Ανεξαρτήτων Ελλήνων».
ΠΡΟΣ
Τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων.
Κύριε Πρόεδρε,
Διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από τον Οικονομικό Εισαγγελέα κ. Γρηγόριο Πεπόνη και περαιτέρω, από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Νικόλαο Παντελή, στη Βουλή των Ελλήνων, δικογραφία, με αριθ. πρωτ. 1924 Κ.Δ.Ε./31-12-2012, ώστε να διερευνηθούν οι τυχόν ποινικές ευθύνες διατελεσάντων μελών της Κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.
Την 04η Δεκεμβρίου 2012, απευθύνθηκα στην Διεύθυνση Νομοθετικού Έργου της Βουλής (γρ. 138) και ζήτησα να λάβω απλά αντίγραφα της δικογραφίας και όλων των σχετικών αυτής εγγράφων, προκειμένου να την μελετήσω, ως Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Ο Προϊστάμενος, τότε, της ανωτέρω Διευθύνσεως, κ. Θεοδωρόπουλος, αρνήθηκε να μου χορηγήσει απλά αντίγραφα, επί τω λόγω ότι τούτο απαγορεύεται, δυνάμει αποφάσεως του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Κατόπιν απαιτήσεώς μου, μού χορηγήθηκε απλό αντίγραφο της αποφάσεως του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, καθώς επίσης και απλό αντίγραφο του υπ’ αριθ. πρωτ. 2834/28.11.2012 εγγράφου Σας προς το ανωτέρω Συμβούλιο.
Η απλή ανάγνωση της αποφάσεως του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής οδηγεί στο πρώτο συμπέρασμα, ότι είναι ένα απλώς αβάσιμο και εκτός νομικής τάξεως κείμενο. Η προσεκτική μελέτη, όμως, αυτής διαμορφώνει την βεβαιότητα, ότι είναι ένα σκοπίμως εσφαλμένο, νομικά, κείμενο, προκειμένου να απαγορευθεί στους Έλληνες Βουλευτές να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους.
Η ανεπέρειστη και έκνομη αιτιολογία της αποφάσεως, αλλά και η απόφαση αυτή καθ’ αυτή, μόνο θλίψη μπορεί να προκαλέσει, δεδομένου ότι αυτή ήταν ομόφωνη, κατόπιν της εισηγήσεως του Καθηγητή Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, κ. Χρίστου Μυλωνόπουλου.
Ειδικότερα, ο συλλογισμός του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, όπως αυτός αποτυπώνεται στην απόφασή του, ότι, δήθεν, δεν μπορεί να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας κανείς Βουλευτής, διότι η Βουλή εν προκειμένω ενεργεί, ως εν δυνάμει Εισαγγελέας και ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να λάβει αντίγραφα από τις δικογραφίες (!!!) είναι τουλάχιστον άτοπος, αν όχι παράλογος και υποβολιμαίος.
Και τούτο, διότι:
Στη σελίδα 2 της αποφάσεως αναφέρεται: «…από το πνεύμα των ως άνω ρυθμίσεων συνάγεται, ότι η Βουλή, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων της, έχει τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Κατά συνέπεια, οι σχετικές ρυθμίσεις παραπέμπουν στις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι εν λόγω διατάξεις, ωστόσο, ουδόλως κάνουν λόγο για δυνατότητα του Εισαγγελέως να λαμβάνει αντίγραφα της δικογραφίας, εφόσον εκκινούν από το δεδομένο ότι η δικογραφία είναι μία, και είναι στη διάθεσή του… Ομοίως, δεν προβλέπεται χορήγηση αντιγράφων στους δικαστές των Μεικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, και ουδέποτε χορηγούνται αντίγραφα δικογραφίας στους τρεις τακτικούς δικαστές, τους τέσσερις ενόρκους και τον Εισαγγελέα, αντιθέτως δε, κατά πάγια πρακτική, οι δικαστές μελετούν τη δικογραφία στη γραμματεία του εκάστοτε δικαστηρίου.».
Τα ανωτέρω αναφερόμενα στην εν λόγω απόφαση, καταρχήν, δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, δικαστές και εισαγγελείς, έχουν την δυνατότητα – ιδίαις δαπάναις – να λαμβάνουν απλά αντίγραφα των δικογραφιών, τις οποίες χειρίζονται, προκειμένου να τις μελετήσουν επαρκώς. Είναι πολλές, μάλιστα, οι φορές, που Εισαγγελείς της Έδρας έχουν εις χείρας τους αντίγραφα των δικογραφιών που εκδικάζονται για να μπορούν να εκτελέσουν το λειτούργημά τους αρτιότερα. Και αυτό έπρεπε να το γνωρίζει ο Εισηγητής, κ. Μυλωνόπουλος, ως Καθηγητής και Δικηγόρος, διότι αυτό παρατηρείται «κατά πάγια πρακτική». Σε κάθε δε περίπτωση, ο Οικονομικός Εισαγγελέας κ. Πεπόνης, αναφέρει στο διαβιβαστικό του έγγραφο, που ευρίσκεται εντός της δικογραφίας, στην τελευταία σελίδα αυτού: «…έχομεν εξαγάγει σχετικά πλήρη αντίγραφα για τα αναγκαία περαιτέρω κατά νόμον», με αποτέλεσμα να καταρρίπτει, δι’ αυτής της αναφερομένης ενέργειάς του, τους συλλογισμούς του Επιστημονικού Συμβουλίου.
Σε άλλη περικοπή, στη σελίδα 3, της αποφάσεως αναφέρεται: «Εφόσον, επομένως, οι προμνησθείσες διατάξεις δεν περιέχουν ειδική πρόβλεψη δυνάμει της οποίας να παρέχεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα να λαμβάνει αντίγραφα της δικογραφίας, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι θεμελιώνεται σχετική αξίωση εκ μέρους των βουλευτών…».
Είναι γνωστό στον κ. Εισηγητή και πρέπει να είναι γνωστό και στον Πρόεδρο και τα λοιπά μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου, ότι όταν διάταξη νόμου δεν απαγορεύει κάτι, τότε, αυτό επιτρέπεται. Καμία διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν απαγορεύει στον Εισαγγελέα να λάβει αντίγραφα από την δικογραφία, την οποία επεξεργάζεται. Συνεπώς, αφού η απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής εξομοιώνει και σωστά, στην παρούσα διαδικασία τη Βουλή – άρα και τους Βουλευτές – με τον Εισαγγελέα, αυτό που επιτρέπεται στον Εισαγγελέα, επιτρέπεται και στους Βουλευτές.
Κυριότερη αιτία που, όχι μόνο επιτρέπει, αλλά επιβάλλει τη λήψη από τον Βουλευτή απλών αντιγράφων είναι το άρθρο 164 του Κανονισμού της Βουλής. Κατά τα οριζόμενα σε αυτό: «1. Όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται στη Βουλή από τα μέλη της Κυβέρνησης, τους Υφυπουργούς, τους Βουλευτές, τις δημόσιες αρχές ή τους ιδιώτες παραδίδονται στην αρμόδια υπηρεσία της Βουλής και καταχωρίζονται στα οικεία βιβλία. 2. Οι Βουλευτές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από τον διευθυντή της αρμόδιας υπηρεσίας να θέσει υπόψη τους στο χώρο του γραφείου του οποιοδήποτε έγγραφο έχει υποβληθεί στη Βουλή και να λαμβάνουν απλά αντίγραφα. 3. Κατά την κρίση του Προέδρου της Βουλής μπορούν να χορηγούνται επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων που υποβλήθηκαν στη Βουλή.».
Επομένως, από τον ίδιο τον Κανονισμό της Βουλής και συγκεκριμένα, από το άρθρο 164 αυτού, προβλέπεται η χορήγηση, στους Βουλευτές, απλών αντιγράφων όλων των εγγράφων που υποβάλλονται στη Βουλή από δημόσιες αρχές.
Εν προκειμένω, λοιπόν, έχω δικαίωμα, ως Βουλευτής να λάβω απλά αντίγραφα της δικογραφίας που διαβιβάσθηκε στη Βουλή από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 164 του Κανονισμού.
Το ανωτέρω άρθρο του Κανονισμού της Βουλής το Επιστημονικό Συμβούλιο είτε το γνώριζε και το αγνόησε σκοπίμως, οπότε θα έπρεπε να έχει ήδη παραιτηθεί, λόγω δολιότητος, είτε το αγνοούσε, οπότε και θα έπρεπε να έχει ήδη παραιτηθεί λόγω ανικανότητος. Ό,τι από τα δύο και να συνέβη, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο Πρόεδρος και τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου που έλαβαν αυτήν την ονειδιστική πρωτίστως, για τους ίδιους, απόφαση δεν δικαιολογούν την αμοιβή τους, καθόσον η θέση τους δεν δικαιολογεί τέτοιες έκνομες συμπεριφορές, ιδιαίτερα στις ιδιαίτερης σημασίας περιόδους που διανύουμε.
Άλλωστε, ο κ. Εισηγητής, ως Δικηγόρος, οφείλει να τηρεί το άρθρο 2 Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων, σύμφωνα με το οποίο: «Ο Δικηγόρος αγωνίζεται για την ύπαρξη, διατήρηση και κατοχύρωση όλων των προϋποθέσεων της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα: α) Είναι υπέρμαχος της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ειρήνης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, β) Υπερασπίζεται με θάρρος και αυταπάρνηση το Σύνταγμα και τους Δημοκρατικούς θεσμούς…». Και στο άρθρο 3: «Ο Δικηγόρος…ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα της Χώρας. Προσφέρει τις γνώσεις του και τις υπηρεσίες του για την πρόοδό της και ασκεί το Λειτούργημά του, κατά τρόπο ώστε να είναι χρήσιμος και στ’ άτομα και στο κοινωνικό σύνολο.».
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να μου χορηγήσετε απλά αντίγραφα όλων των εγγράφων της δικογραφίας που διαβιβάσθηκε στη Βουλή από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, κατ’ εφαρμογή του αρ. 164 Κανονισμού της Βουλής.
Αθήνα, 05.12.2012
Ο αιτών Βουλευτής